υποτροπιασμός

υποτροπιασμός
ο повторение, рецидив болезни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υποτροπιασμός" в других словарях:

  • ὑποτροπιασμός — relapse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτροπιασμός — ο / ὑποτροπιασμός, ΝΑ [ὑποτροπιάζω] υποτροπή, επανεμφάνιση νόσου …   Dictionary of Greek

  • υποτροπιασμός — ο η υποτροπή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτροπιασμούς — ὑποτροπιασμός relapse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτροπιασμόν — ὑποτροπιασμός relapse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιγκότησις — παλιγκότησις, ἡ (Α) [παλιγκοτώ] υποτροπιασμός πληγής, η εκ νέου φλόγωση έλκους …   Dictionary of Greek

  • υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπίαση — η, Ν υποτροπιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτροπιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτροπίασις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»